- ἐνηνεγμένον
- φέρωferoperf part mp masc acc sgφέρωferoperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιρβαίονον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «βρέφος ἀπὸ ξένην ἐνηνεγμένον καὶ πεπραμένον» … Dictionary of Greek